Νινευί

Νινευί
Αρχαία πόλη της Ασσυρίας, στην ανατολική όχθη του Τίγρη ποταμού, απέναντι από τη σημερινή Μοσούλη, η οποία χτίστηκε κατά την παράδοση από τον μυθικό Νίνο, σύζυγο της Σεμίραμης. Στην πραγματικότητα, η Ν. ανάγεται τουλάχιστον στην 3η π.Χ. χιλιετία, παρότι έγινε βασιλική διαμονή και πρωτεύουσα της ασσυριακής αυτοκρατορίας μόνο κατά τη 2η χιλιετία. Μεταξύ 8ου και 7ου αι. π.Χ. ο Σεναχερίμπ (704-681) προσέδωσε στην πόλη μεγαλοπρέπεια κατασκευάζοντας διπλή σειρά τειχών, ένα τέλειο σύστημα οδών και διωρύγων, ένα υδραγωγείο, έναν ναύσταθμο και θαυμάσια ανάκτορα και κήπους. Ύστερα από μια σύντομη περίοδο παρακμής, η πόλη γνώρισε νέα ακμή κάτω από τον Ασουρμπανιπάλ, ο οποίος, μεταξύ άλλων, την κόσμησε με μια σειρά περίφημων γλυπτών, που εικονίζουν σκηνές από τα κυνήγια του, και ίδρυσε μια βιβλιοθήκη με πάνω από είκοσι χιλιάδες πινακίδες από άργιλο, χαραγμένες με σφηνοειδείς χαρακτήρες, οι οποίες έχουν μεγάλη σημασία για τη μελέτη της ακκαδικής γλώσσας. Η μετέπειτα ιστορία της Ν. είναι ελάχιστα γνωστή· μετά την κατάκτηση και την καταστροφή της το 612 π.Χ. από τους Μήδους, φαίνεται ότι δεν ξαναχτίστηκε πια. Τα ερείπιά της ανακαλύφθηκαν περίπου στα μέσα του 19ου αι. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως λείψανα προϊστορικών εγκαταστάσεων χρονολογούμενα στις αρχές της 4ης π.Χ. χιλιετίας. 1 – Ο ναός του Σαμσί-Αντάντ Α’ (18ος αι. π.Χ.)? 2 – η θέση του ανακτόρου του Ασσουρμπανιπάλ (11ος αι. π.Χ.)? 3 – το ανάκτορο του Σενναχερίμπ (8ος-7ος αι. π.Χ.)? 4 – το ανάκτορο Ασσουρμπανιπάλ (7ος αι. π.Χ.)? 5 – ναός της Ιστάρ? 6 – ναός του Ναμπού? 7 – θολωτός τάφος. Πλατύστομο σφαιρικό αγγείο, χαρακτηριστικό δείγμα της τέχνης της Νινευΐ (Αρχαιολογικό Μουσείο, Βαγδάτη). Γλυπτό της Νινευΐ, που χρονολογείται τον 7ο αι. π.Χ. και απεικονίζει βασιλιά σε άρμα (Βρετανικό Μουσείο, Λονδίνο).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Νινευίτης — ο (Μ Νινευΐτης) [Νινευί] ο κάτοικος τής Νινευί …   Dictionary of Greek

  • Ακάδ — Περιοχή της Μεσοποταμίας, η οποία στα μέσα της τρίτης χιλιετίας ήταν επικεφαλής αυτοκρατορίας που εκτεινόταν από την Περσία έως τη Μεσόγειο. Η ακαδική εποχή αποτελεί μια ενδιάμεση περίοδο μέσα στον σουμεριακό πολιτισμό, με τον οποίο συνδέεται ως… …   Dictionary of Greek

  • Ιωνάς — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Εβραίος προφήτης, του οποίου η ιστορία αναφέρεται στο ομώνυμο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Κλήθηκε από τον Θεό να αναγγείλει στους κατοίκους της Νινευί την καταστροφή της πόλης τους εξαιτίας των… …   Dictionary of Greek

  • Ναβοπολασάρ — (; – 605 π.Χ.). Βασιλιάς των Βαβυλωνίων, πατέρας του Ναβουχοδονόσορα B’, για τον οποίο δεν έχουμε σαφείς ιστορικές πληροφορίες. Σύμφωνα με μια άποψη ήταν διάδοχος του Χινιλαντάν, ενώ σύμφωνα με άλλη, του αδελφού του Σαμούγη. Στα χρόνια της… …   Dictionary of Greek

  • Ναούμ — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης. Καταγόταν από την Ελκώς, πόλη της οποίας η θέση αμφισβητείται. Η μνήμη του τιμάται την 1η Δεκεμβρίου. Με τον τίτλο αυτό αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη και ένα βιβλίο, το …   Dictionary of Greek

  • Σημίτες — Λαοί που ανήκουν στη σημιτική γλωσσική οικογένεια και κατ’ επέκταση, όλοι οι λαοί που συγγενεύουν με τον αραβικό φυσικό τύπο. Με τον όρο Σημίτες δηλώνεται επίσης ένα μεγάλο εθνικό σύνολο, που καταλαμβάνει από την αρχαιότητα μια μεγάλη έκταση από… …   Dictionary of Greek

  • γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • επιγραφή — Λέξεις ή φράσεις χαραγμένες, γραμμένες, ζωγραφισμένες ή τυπωμένες σε ποικίλα υλικά. Οι αρχαίοι πολιτισμοί άφησαν πολυάριθμες ε. δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα: συνθήκες, ψηφίσματα, απογραφές, καταχωρήσεις πωλήσεων, λογαριασμούς, αναθηματικές ε.,… …   Dictionary of Greek

  • κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”